- σπογγοκολυμβητής
- ὁ, Ααυτός που κάνει καταδύσεις για να βγάλει σπόγγους, σφουγγαράς.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + κολυμβητής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπογγοκολυμβηταί — σπογγοκολυμβητής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)